Η νέα ελληνική κυβέρνηση «δε θέλει τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ» των δόσεων που εκκρεμούν, αντίθετα θέλει «να ξανασκεφτεί ολόκληρο το πρόγραμμα» στήριξης, διαμηνύει, μέσω συνέντευξης στους «New York Times», ο νέος υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, ενόψει της συνάντησής του με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, στην Αθήνα.

«Το μόνο που ζητάμε είναι μια ευκαιρία να σχηματίσει μια πρόταση που θα ελαχιστοποιεί τα κόστη από τη δανειακή σύμβαση της Ελλάδας και θα δώσει στη χώρα την ευκαιρία να ανασάνει ξανά, μετά από πολιτικές που προκάλεσαν μαζική κοινωνική ζημιά», δηλώνει χαρακτηριστικά ο κ. Βαρουφάκης.

«Δουλειά μας δεν είναι να πάρουμε την επόμενη δόση», τονίζει, σημειώνοντας πως ένας απλός προσανατολισμός σε αυτή την κατεύθυνση θα ισοδυναμούσε απλώς με αναβολή της προσπάθειας να λυθούν τα θεμελιώδη προβλήματα.

Όπως σημειώνει ο νέος υπουργός Οικονομικών, στόχος είναι να «αναδιαρθρώσουμε το χρέος και την οικονομία για να βρούμε τα χρήματα που χρειαζόμαστε».

Δίνοντας μάλιστα ένα στίγμα για τη διαπραγματευτική στρατηγική της Αθήνας, σημειώνει πως η νέα κυβέρνηση θα μπορέσει να βρει δημοσιονομικό χώρο για να καλύψει τις ανάγκες της μέσω της χαλάρωσης των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα, που θα επιτρέψει την ανακατεύθυνση χρημάτων σε άλλες προτεραιότητες.

Η ελληνική κυβέρνηση θα προτείνει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 1% έως 1,5% του ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος) και τρόπους για τη μείωση του βάρους του χρέους, δήλωσε  Στην ερώτηση, πώς θα αποπληρώσει η Ελλάδα τις λήξεις χρέους έως τον Αύγουστο χωρίς τη δόση των 7 δισ. ευρώ, ο κ. Βαρουφάκης απάντησε ότι η χώρα μπορεί να χρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της με τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.

Η κυβέρνηση, είπε, θέλει να διαπραγματευθεί, αλλά όχι να συγκρουσθεί με τους πιστωτές της Ελλάδας, είτε είναι αυτοί στη Φρανκφούρτη, στις Βρυξέλλες ή στην Wall Street. Δεν θα είναι μία αναμέτρηση Άγριας Δύσης, είπε, όπως έχει περιγραφεί. «Δεν πρόκειται για ένα "ναι ή όχι", μία κατάσταση που πρέπει να δεχθείς κάτι ως έχει ή να το αφήσεις» είπε, προσθέτοντας ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και η λιτότητα αποτελεί «δημοσιονομικό μαρτύριο, καθώς βρισκόμαστε συνέχεια με το κεφάλι κάτω από το νερό». «Κατανοώ τον φόβο που υπάρχει στο μυαλό των εταίρων μας, ότι αν η Ελλάδα έχει μία ευκαιρία επανεκκίνησης, μπορεί να επιστρέψουμε στους παλιούς κακούς τρόπους μας και να καταλήξουμε εκεί που ήμασταν το 2009» δήλωσε ο υπουργός, προσθέτοντας: «Είναι σημαντικό να τους καθησυχάσουμε ότι δεν θα κάνουμε αυτό, επειδή δεν θέλουμε οι ίδιοι να το κάνουμε».

Όσον αφορά στον τρόπο, με τον οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτυχθεί για να αποπληρώσει το χρέος της, ο υπουργός δήλωσε ότι το ζήτημα της ανάπτυξης πρέπει να αντιμετωπισθεί πρώτα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ζητά ένα πρόγραμμα ανάκαμψης με βάση επενδύσεις, τύπου "New Deal", αλλά απορρίπτει το πρόγραμμα που παρουσίασε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ για επενδύσεις ύψους 300 δισ. ευρώ, χωρίς αύξηση του χρέους, αποκαλώντας το τέχνασμα δημοσίων σχέσεων, που θα αποτύχει.

Ο υπουργός υποβάθμισε τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των ελληνικών τραπεζών. «Περιμέναμε ότι θα υπήρχε αναστάτωση τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησής μας» δήλωσε και πρόσθεσε: «Μόλις οι αγορές δουν ότι οι προτάσεις αυτής της κυβέρνησης είναι λογικές, σε κλίμα συνεργασίας και θεραπευτικές, αναμένουμε ότι οι τιμές των μετοχών θα ανακάμψουν». Τόνισε, επίσης, ότι η Ελλάδα δεν σταματά τις ιδιωτικοποιήσεις, παρά τις δηλώσεις που έγιναν την Τετάρτη από άλλον υπουργό που έδειχναν στην κατεύθυνση αυτή. «Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι αυτή η χώρα θα γίνει ελκυστικός προορισμός για ξένες άμεσες επενδύσεις, αλλά δεν μας ενδιαφέρουν να πουλήσουμε σε πολύ χαμηλές τιμές ή να πουλήσουμε "τα ασημικά της οικογένειας"», δήλωσε ο υπουργός.